- ζύγωμα
- το (AM ζύγωμα, -ατος) [ζυγώ, -όω]νεοελλ.1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής»)2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής»)3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές βουνού ή μεταξύ δύο βουνών και τίς συνδέει, το διάσελο4. ανθρωπολ. το ακραίο σημείο τών ζυγωματικών αποφύσεων βάσει τού οποίου καθορίζεται ο προσωπικός δείκτης5. (ηλεκτρολ.) σιδερένιο κομμάτι ή σύνολο από σιδερένια κομμάτια τα οποία συγκρατούν τα κινητά μέρη μιας ηλεκτρικής μηχανής και σχηματίζουν τον σκελετό της6. φρ. α) «ζύγωμα σφηνοειδές» — το τετράπλευρο λείο και ελαφρώς κοίλο τμήμα τής άνω επιφάνειας τού σφηνοειδούς οστού τού κρανίου, αλλ. σφηνοειδές πεδίοβ) (ηλεκτρ.) «ζύγωμα μαγνητικό» — το σύνολο τών σιδηρομαγνητικών υλικών τα οποία σχηματίζουν το' μαγνητικό κύκλωμα μιας ηλεκτρικής μηχανής ή ενός ηλεκτρομαγνητικού οργάνουγ) (μηχανολ.) «ζύγωμα τού βάκτρου τού εμβόλου» — η αρθρωτή σύνδεση τού βάκτρου με την κεφαλή τού διωστήρα, κν. σαυρόςμσν.συνάντηση, επαφή, πλησίασμααρχ.1. ζυγός που συνέχει και κλείνει την πόρτα, αμπάρα («πειρῶνται διακόπτειν τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν», Πολ.)2. πλάγιο στέλεχος3. τα καθίσματα τού πλοίου που ενώνουν τις πλάγιες πλευρές του, το ζυγόν*4. το εγκάρσιο ξύλο που προσαρμόζεται στη λύρα ή στη φόρμιγγα, για να συνδέσει τα δύο κέρατα5. τα ζυγωματικά οστά6. πάπ. υδροφράκτης.
Dictionary of Greek. 2013.